Μαντρόσκυλα, “Ποιμενικοί” και Μολοσσοειδείς σκύλοι της Πελοποννήσου

Γενικά: Η ύπαρξη μεγαλόσωμων σκύλων ορεινού ποιμενικού τύπου είναι γνωστή στην Πελοπόννησο από πολλές αρχαίες και πρόσφατες πηγές. Η ταυτότητά τους δεν είναι ξεκάθαρη αλλά ούτε και οι διαφορές τους από τους αντίστοιχους τύπους της ηπειρωτικής Ελλάδος. Το λεγόμενο “Μαντρόσκυλο της Πελοποννήσου” είναι ο πιο συχνά αναφερόμενος και περισσότερο ταυτισμένος με την περιοχή τύπος. Αναφέρεται ως μία μικρότερη έκδοση των ποιμενικών της Κεντρικής και Βορείου Ελλάδος.Ουσιαστικά όλες οι ενδείξεις οδηγούν στην ύπαρξη δύο τουλάχιστον τύπων: Α. του Μαντρόσκυλου που ενεργεί κυρίως ως φύλακας αγροτικών εγκαστάσεων και Β. Ποιμενικών που συνοδεύουν και προστατεύουν κοπάδια στην βοσκή. Αλλες πηγές έχουν αναφέρει ότι η μορφολογία των Πελοποννησιακών τύπων και ιδιαίτερα το μήκος του τριχώματος ποικίλει ανάλογα με το υψόμετρο. Εκτός των τύπων ποιμενικών και φύλαξης υπάρχει και ένας κυνηγετικός μολοσσοειδoυς καταγωγής. Παρά τις συγκεχυμένες, ανακριβείς η αντικρουόμενες πληροφορίες όλες οι αναφορές συντείνουν στο ότι παραδοσιακά οι τύποι της Πελοποννήσου αποτελούν μία ιδιαίτερη και συγκεκριμένη οντότητα. Οι τύποι αυτοί δεν έχουν ποτέ μελετηθεί η ταξινομηθεί και αποτελούν παρθένο περιοχή έρευνας.

Πελοποννησιακό “Μαντρόσκυλο”
Αναφέρεται ως ένας βαρύτερος, μικροτέρου μεγέθους, σχετικά κοντότριχος μολοσσοειδής τύπος. Τα καθήκοντά του είναι/ήταν κυρίως η φύλαξη χώρων, περιουσίας, μαντριών, οικόσιτων ζώων και η συνοδεία του ιδιοκτήτη σε αγροτικές εργασίες. Δεν ακολουθούσε τα κοπάδια και δεν λειτουργούσε ως κλασσικός ποιμενικός φύλαξης ορεινού τύπου. Η βαρύτερης κατασκευής μορφολογία του αντανακλούσε το γεγονός ότι τα καθήκοντα του δεν απαιτούσαν ευλυγισία η την ανάπτυξη ταχύτητας. Η ακτίνα δράσης του ήταν περιορισμένη σε μικρή απόσταση από τις αργοτικές εγκαστάσεις των ιδιοκτήτη του. Επομένως δεν είχε την αθλητικότητα των ποιμενικών που καλύπτουν καθημερινώς μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις προστατεύοντας τα κοπάδια κατά την διάρκεια της βοσκής. Αυτόπτες μάρτυρες που έχουν μνήμες των σκυλιών αυτών αναφέρουν ότι ήταν διαφορετικού τύπου και χαρακτήρος από τους ποιμενικούς της ηπειρωτικής Ελλάδος. “Σπαρτιάτης” είναι μία εναλλακτική ονομασία των Μαντρόσκυλων της Πελοποννήσου την οποία συμπεριέλαβε ο Clifford Hubbard το 1947 σε άρθρο του αφιερωμένο στις ποικιλίες ποιμενικών σκύλων στην Ελλάδα. Ο όρος απαντάται περισσότερο στην ξένη κυνολογική βιβλιογραφία ενώ στην Ελλάδα έχει σχεδόν ξεχασθεί. Ο Ηubbard γράφει : “οι βαρείς μαύροι-πύρινοι, τρίχρωμοι και ασπρόμαυροι σκύλοι που βρίσκονται στην Σπάρτη είναι μιγάδες φύλακες που σπάνια χρησιμοποιούνται στα κοπάδια με τα πρόβατα. Είναι μία γενιά/φυλή που κατάγεται από τον Μολοσσό με πολλές μεταγγίσεις αίματος από Αλβανικά Λυκόσκυλα. Σε εμφάνιση μοιάζουν πολύ με το αποκαλούμενο Μαστίφ που ζωγράφισε ο Reingale το 1803”.
Σχολιάζοντας το άρθρο του Hubbard, η Μαρία Γκινάλα έγραψε “ο Σπαρτιάτης του κειμένου είναι το γνωστό ‘Μαντρόσκυλο’ της Πελοποννήσου, σκύλος του μαντριού δηλαδή και όχι συνοδός κοπαδιού”. Επίσης ότι ” τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του 50 μπορούσαμε να ανασύρουμε από το γενικό υλικό του ‘Ελληνικού Ποιμενικού’ και του ‘Σπαρτιάτη’ τους τρείς αρχικούς τύπους”.
Ο Αριστείδης Μπρούμας, απόφοιτος της Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με καταγωγή από την Πάτρα, συντάσει την Διπλωματική του εργασία με θέμα τις Ελληνικές φυλές σκύλων και αναφέρει σχετικά: “Μεχρι την δεκαετία του 1950 ο τύπος αυτός ήταν ευραίως γνωστός τουλάχιστον στην Βόρειο Πελοπονησο, σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιοτέρων που μεγάλωσαν σε χωριά της περιοχής. Τα σκυλιά αυτά περιγράφονται ως μεσαίου μεγέθους, μολοσσοειδείς τύποι, η μικρότερες εκδόσεις ενός σκύλου ‘Αγίου Βερνάρδου’. Ενα από τα πιο κοινά χρώματα ήταν το μαύρο/λευκό συχνά ονομαζόμενα “Λιαρα”. Γενικά επρόκειτο περί βαριών και σοβαρών σκυλιών. Ηταν πολυ καλού χαρακτήρος με τα παιδιά, την οικογένεια και τους συγγενείς. Στα περισσότερα αγροτικά καταλλύματα εχρησιμοποιούντο δύο δείγματα, το ένα δεμένο και το άλλο ελεύθερο.Το τελευταίο μπορούσε να αποσπασθεί από ζωοκλεφτες, ενώ το δεμένο λειτουργούσε ειδοποιητικά προς την οικογένεια. Γενικώς περιγράφονται ως μικρότερου μεγέθους και πολυσχιδή σε ικανοτητες, συγκρινόμενα πχ με τους ποιμενικούς της Πίνδου. Ακολουθούσαν τους ιδιοκτήτες σε όλες τις αγροτικές εργασίες. Τα περισσότερα Μαντρόσκυλα δεν απομακρύνοντο από τα μαντριά καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου, δηλαδή δεν ακολουθούσαν τα κοπάδια. Συνήθως τους δίνονταν ονόματα Σλαβικής προέλευσης όπως Ρουσα, Ματζαβίνα κλπ.”
Δείγμα Πελοπονησιακού Μαντρόσκυλου δεν καταχωρήθηκε στα γενεαλόγια του Ελληνικού Ποιμενικού σε έκθεση της Καλαμάτας διότι αντιπροσώπευε έναν διαφορετικό τύπο. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την στοιχειώδη επιβίωση της ποικιλίας ως σκύλου εργασίας. Αυτόπτες μάρτυρες, γηγενείς Πελοπονήσιοι, διαβεβαίωσαν ότι επρόκειτο περί χαρακτηριστηκού δείγματος “ντόπιου” σκύλου. Ο τύπος αυτός δεν έχει ποτέ μελετηθεί η αποτελέσει αντικείμενο ενδιαφέροντος από οιονδήποτε οργανισμό η ομάδα ειδημόνων. Αυτό δημιουργεί σύγχυση ως προς την ταυτότητά τους και τον τρόπο που αυτή γίνεται αντιληπτή. Είναι πολύ πιθανό οι λιγοστοί ιδιοκτήτες να χρησιμοποιούν χαλαρά και λανθασμένα τον όρο “Ελληνικός Ποιμενικός” αναφερόμενοι στα Μαντρόσκυλά τους, ενώ ίσως δεν γνωρίζουν πλήρως συνειδητά τις μορφολογικές και εργασιακές διαφορές τους από τους καθεαυτό Ποιμενικούς της Πελοπονήσου και των αντιστοίχων τύπων της Στερρεάς και Βορείου Ελλάδας.
Πελοποννησιακοί Ποιμενικοί Ορεινού τύπου – φύλαξης ποιμνίων
Κλασσικοί ποιμενικοί φύλαξης κοπαδιών αναφέρονται, θα πρέπει να υπήρχαν, η εξακολουθούν να υπάρχουν στην Πελοπόννησο. Η ταυτότητά τους δεν είναι επιβεβαιωμένη αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι σε απομονωμένα χωριά εξακολουθούν να επιβιώνουν ως σκύλοι εργασίας. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι υπάρχουν μακρύτριχοι και κοντότριχοι τύποι ανάλογα με το υψόμετρο χωρίς οι διαχωρισμοί να είναι σαφείς. Καταγράφονται ως Λυκοειδούς τύπου ποιμενικοί, μικρότερου μεγέθους και ελαφρύτερης κατασκευής από αυτούς της Στερεάς Ελλάδος και Ηπείρου. Πιθανότατα μικρός πληθυσμός αυτοχθόνων ποιμενικών της Πελοποννήσου έχει επιβιώσει στα πιο απομονωμένα σημεία των Καλαβρύτων (η και άλλες αντίστοιχες περιοχές) όπου εξακολουθεί να υπάρχει παραδοσιακή κτηνοτροφία. Βλέπε φωτογραφία δείγματος από ορεινή κτηνοτροφική περιοχή της βορείου Πελοποννήσου που προέρχεται από σκύλους εργασίας ποιμενικού τύπου.
Σε σχετικά απομονωμένη περιοχή της ορεινής Μεσσηνίας εντοπίσθηκε πυρήνας ομοιόμορφων ντόπιων τσοπανόσκυλων οι ιδιοκτήτες των οποίων ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν τους παραδοσιακούς/αυθεντικούς ποιμενικούς της Πελοποννήσου και ότι δεν έχουν διασταυρωθεί με δείγματα από την ηπειρωτική/στερεά Ελλάδα. Περιγράφονται ως ποιμενικοί συμπαγούς κατασκευής. Το ύψος τους κειμένεται μεταξύ 55-60 εκ. Εχουν τρίχωμα μεσαίου μήκους. Το πρόσωπο και τα άκρα είναι κοντότριχα. Εμφανίζεται σε γκρίζο-κόκκινωπό, μαύρο-κοκκινωπό, η λευκή βάση με μπαλώματα των ιδίων χρωμάτων.
Χαρακτηρίζονται από μεγάλη αντοχή. Χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε κατσίκες και επομένως είναι ικανοί/χρειάζεται να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα, και να ακολουθούν σε γρήγορους ρυθμούς τα κοπάδια για μεγάλες αποστάσεις. Ο τύπος φαίνεται παρέμεινε μικρού μεγέθους διότι δεν υπάρχουν μεγάλα αρπακτικά όπως λύκοι και αρκούδες στην Πελοπόννησο. Αντιθέτως υπάρχουν ακόμα αρκετά τσακάλια, από την φύση τους πολύ ευκίνητα, και επομένως τα καθήκοντα φύλαξης των ντόπιων ποιμενικών έχουν σκοπό να αντιμετωπίσουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Περίπου επτά (7) δείγματα του τύπου αυτού ήταν στην ιδιοκτησία ενός συγκεκριμένου αιγοτρόφου. Στην ευρύτερη περιοχή αναφέρθηκαν και άλλα.
Ενας αριθμός κυνόφιλων σε αστικές η πεδινές περιοχές της Πελοποννήσου εκτρέφει συστηματικά ποιμενικούς προερχόμενους απο την ηπειρωτική Ελλάδα. Η συνεισφορά τους στην διάσωση των τύπων της κεντρικής και βορείου Ελλάδας είναι αξιέπαινη. Ομως από την άλλη μεριά, το γεγονός αυτό προδίδει άγνοια και εγκατάλειψη των Πελοποννησιακών τύπων, και θέτει σε κίνδυνο την διαιώνισή των ποικιλιών τους λόγω πιθανών επιμυξιών. Ο Αριστείδης Μπρούμας πιστεύει ότι υπάρχει ακόμμα ικανός αριθμός “ντόπιων ποιμενικών” στις ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου, οι οποίοι, αν και εμφανώς συγγενείς με αυτούς της στερεάς Ελλάδας, χαρακτηρίζονται από μεγάλη παραλλακτικότητα, και δεν θα μπορούσαν να ταξινομήθούν ως κανένας από τους μέχρι τώρα γνωστούς τύπους.

Κυνηγετικός (αγριοχοιροθηρας) Μολοσσοειδής Λεωνιδίου
Η ονομασία αυτή είναι ανεπίσημη και περιγραφική. Χρησιμοποιείται μόνον χάριν επικοινωνίας. Δεν είναι γνωστό πως αποκαλούνται οι σκύλοι αυτοί σε τοπικό επίπεδο η εάν τους έχει δοθεί κάποιο συγκεκριμένο όνομα.
Στην περιοχή του Λεωνιδίου εκτρέφεται σε στενό τοπικό επίπεδο κυνηγετικός σκύλος μολοσσοειδούς η ποιμενικής καταγωγής ειδικευμενος στο Αγριογούρουνο. Οι λίγες περιγραφές και φωτογραφίες τον παρουσιάζουν ως κοντότριχο, μαύρο με μικρές λευκές κιλήδες στο στήθος και τα δάκτυλα, στιβαρής κατασκευής και αρκετά εύσωμο. Εχει πολλά κοινά στοιχεία με ποιμενικούς η μολοσσοειδείς σκύλους που εκτελούν τα παραδοσιακά καθήκοντα φύλαξης κοπαδιών και περιουσιών. Οπως ισχύει για πολλές παλαιές φυλές εργασίας, η ακριβής καταγωγή του παραμένει άγνωστη. Οι πρακτικοί κυνηγοί δεν ασχολούνται με την καταγραφή της γεννεαλογίας η των συζεύξεων και επικεντρώνονται μόνο στην απόδοση στην εργασία. Ο φαινότυπός του προδίδει την υπερίσχυση του μολοσσοειδούς/ποιμενικού στοιχείου αλλά δεν μπορούν να αποκλεισθούν μικρές ποσότητες αίματος ιχνηλάτη η πρωτόγονου λαγωνικού. Ενεργεί ως ιχνηλάτης εδάφους αλλά έχει την ικανότητα να εντοπίσει και ίχνη αέρος. Η μορφολογία του είναι δραστικά διαφορετική από αυτήν των κλασσικών Ελληνικών ιχνηλατών. Κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιείται σε μικρές ομάδες. Οι αριθμοί του είναι περιορισμένοι και εκτρέφεται απο έναν στενό κύκλο κυνηγών. Παρουσιάζουν μεγάλη ομοιογένεια ως προς τον “τυπο” γεγονός που τους καθιστά ξεχωριστή, σταθεροποιημένη ποικιλία ειδικευμένη στην θήρευση του Αγριόχοιρου. Οι εκτροφείς του είναι ιδιαίτερα προστατευτικοί, αρνούνται να πωλήσουν δείγματα σε κυνηγούς γειτονικών περιοχών της Πελοποννήσου και ζητούν εχεμύθεια. Ο “Αγριοχοιροθήρας του Λεωνιδίου” είναι ελάχιστα γνωστός έκτος της ιδιαίτερης πατρίδας του και δεν χαίρει της προσοχής επίσημων κυνολογικών ομίλων η πανεπιστημίων. Παρ’ ‘ολα αυτά η υπαρξή του έχει επιβεβαιωθεί από περισσότερες από μία πηγές.
Κοντότριχοι μολοσοειδείς σκύλοι έχουν παραδοσιακά αναφερθεί από την Λακωνία. Φωτογραφία του 1950 από την Μάνη, απεικονίζει δείγμα εξαιρετικά όμοιο με τον σύγχρονο “Αγριοχοιροθήρα του Λεωνιδίου”. Ο σκύλος αυτός εμφανίζεται να συμμετέχει ενεργά στην διαδικασία θήρευσης ορτυκιών με την χρησιμοποίηση δυκτιών από γυναίκα κυνηγό. Η φωτογραφία αυτή αποτελεί ένδειξη ότι ο συγκεκριμένος φαινότυπος έχει υπάρξει στην νότιο- ανατολική Πελοπόννησο για τουλάχιστον μισό αιώνα και ίσως για πολύ περισσότερο. Κατά πάσα πιθανότητα δεν αποτελεί πρόσφατο δημιούργημα.
Πηγές της αρχαιότητας ομιλούν περι θηρευτικών σκύλων στην περιοχή της Αρκαδίας οι οποίοι ήταν μίγμα Μολοσσοειδών με γηγενείς πρωτόγονους λαγωνικούς. Δηλαδή μολοσσοειδείς ελαφρύτερης κατασκευής με την αθλητικότητα που απαιτείται για τον εντοπισμό και την δίωξη θυράματος. Η μορφολογία των σκύλων του Λεωνιδίου ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν των πρώιμων κυνηγετικών μολοσσοειδών της Αρκαδίας που ήταν συνδυασμός των βαρειών σκύλων του Ταυγέτου και Λακωνικών Λαγωνικών. Ο πειρασμός να συνδεθούν ο αρχαίος και σύγχρονος τύπος είναι μεγάλος. Δεν θα ήταν συνετό να ταυτισθούν απολύτως λόγω των μεγάλων χρονικών περιόδων που μεσολάβησαν και της αδυναμίας επιστημονικής τεκμηρίωσης. Από την άλλη μεριά, δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί μία πιθανή ιστορική και γενετική συνέχεια, όσο ασθενής και εάν είναι αυτή.

Αλλες ποικιλίες
Ισως έχουν υπάρξει και άλλοι τύποι, αλλά η μορφολογία και ταυτότητά τους είναι αβέβαιη. Οι κοντότριχοι μολοσσοειδείς τύποι της Λακωνίας/Σπαρτιάτες και άλλων περιοχών δεν είναι/ήταν απαραίτητα ταυτόσημοι. Γνωρίζουμε ότι τύποι Μαντρόσκυλων μέχρι τις δεκαετίες του 50/60 υπήρχαν και σε άλλες περιοχές όπως το βόρειο τμήμα της Πελοποννήσου, αλλά η κατανομή τους ίσως περιελάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα της χερσονήσου. Ο κοντότριχος μολοσσοειδής τύπος ταυτίζεται παραδοσιακά/ιστορικά ιδιαίτερα με την Λακωνία και την Μάνη.
Μακρύτριχοι ποιμενικοί συνοδείας η συγκέντρωσης κοπαδιών έχουν επίσης αναφερθεί στην Λακωνία, καθώς και ποιμενικοί σύλληψης κατσικιών στην Ανατολική Αρκαδία.
Το Τσέχικο κυνολογικό περιοδικο Sobaka Drug Cheloveka No2-1986, αναδημοσιεύει παλαιότερο Ρωσικό άρθρο σύμφωνα με το οποίο ο “Σπαρτιάτης” είναι σκληρότριχος ποιμενικός σκύλος του τύπου Ποιμενικού Νοτίου Ρωσίας, Νιζίνι κλπ χωρίς διευκρινήσεις. Σίγουρα αναφορές αυτού του είδους συντείνουν στην σύγχηση που υπάρχει.
Ποιμενικοί σύλληψης κατσικιών πρέπει να είναι αντίστοιχου τύπου με το Κορδολούρι της Σκύρου και σύμφωνα με περιγραφές μάλλον παράγωγα πρωτόγονου ιχνηλάτη (Λακωνικού Λαγωνικού).
Οι δύο τελευταίες κατηγορίες κατά πάσα πιθανότητα έχουν διαφορετικές εργασιακές συμπεριφορές. Ανοίκουν μορφολογικά σε ξεχωριστές οικογένειες, διαφέρουν δραματικά από τους μολοσσοειδείς και ποιμενικούς φύλαξης κοπαδίων ορεινού τύπου, αλλά και μεταξύ τους. Στην καθομιλουμένη όλοι οι τύποι αναφέρονται αδιακρίτως ως “τσοπανόσκυλα” γεγονός που προκαλεί σύγχυση όταν υπάρξει απόπειρα ταξινόμισης.
Βασιλης Λεκκας. 

Να προσθεσω οτι σε συζητησεις μου με κυνοφιλους στην Πελοποννησο μου ειχε αναφερθει και μενα η υπαρξη ενος γηγενους υψηλοσωμου, αθλητικου, ελαφρου μολοσσοειδους τυπου αγριοχοιροθηρα που απο τις περιγραφες εμοιαζε με το Σουλιωτικο σκυλο ή το Γερμανικο Μολοσσο και ηταν κοντοτριχος. Κυνοφιλος απο την περιοχη Αχαιας ειχε στην κατοχη του τετοιο σκυλο τη δεκαετια του 80 και μου ανεφερε οτι υπηρχαν και αλλοι στην περιοχη της Νεμεας και του Ταυγετου. Αξιζει να σημειωθει οτι στις περιοχες αυτες αναφερονται σκυλοι πολυ μεγαλοσωμοι, αθλητικοι, με ηρεμο χαρακτηρα αλλα τρομερο οταν εξαφθει, απο την αρχαιοτητα, χρησιμοποιουμενοι στο κυνηγι και στον πολεμο. Σε παλιο τευχος του περιοδικου Κυνηγεσια Κυνοφιλια ειχα δει φωτογραφια σκυλου επονομαζομενου Σπαρτιατης και ηταν λευκος, σχεδον πανομοιοτυπος με το Μολοσσο της Ολυμπιαδος (μουσειο Ουφφιτσι, Φλωρεντια), ορθόωτος, λυκοειδης αλλα μεγαλυτερος και πολυ πιο ευρωστος απο το γερμανικο ποιμενικο, θα ελεγα οτι εμοιαζε αρκετα με το λευκο ελληνικο τσοπανοσκυλο που ανεγνωρισθη ως φυλη απο τον ΚΟΕ. Πιστευω οτι αυτος ο αποκαλουμενος Σπαρτιατης σκύλος ειναι διαφορετικος τυπος απο το μαντροσκυλο της Πελοπονησου οπως αναφερεται απο τον Hubbard, γιατι ο σκυλος στον πινακα του Reinagle ειναι μαστιφοειδες με φαρδυ στομα .

Μαρια Γκιναλα

Μην ξεχάσετε να επισκεφτείτε την Σελίδα των Ελληνικών Φυλών! Είναι πολύ περισσότερες από ότι φαντάζεστε!

Ακολουθήστε τη Σελίδα του Dogpark.gr στο Facebook , στο Instagram και στο Twitter για άμεση ενημέρωση για όλα μας τα άρθρα αλλά και για θέματα που δεν καλύπτουμε εδώ!