Η επίσημη επιβεβαίωση για την επανεμφάνιση της Λύσσας στη χώρα μας μετά από 25 χρόνια, σε αλεπού στην περιοχή του Παλαιοκάστρου Κοζάνης, προκάλεσε ανησυχία και έλαβε ιδιαίτερη δημοσιότητα!
Αν και η αλεπού σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις προέρχεται από γειτονική χώρα το γεγονός ότι βρέθηκε στη χώρα μας δείχνει ότι δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε!
Το συστηματικό πρόγραμμα εμβολιασμού που εφαρμόζεται στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες είχε οδηγήσει στην εξαφάνιση της ασθένειας και με το ίδιο τρόπο μπορούμε να συνεχίσουμε να παραμένουμε προστατευμένοι.

Στα πλαίσια αυτά και για την καλύτερη ενημέρωση των ενδιαφερομένων η Ελληνική Κτηνιατρική Εταιρεία διοργάνωσε συνέντευξη τύπου στις 30 Οκτωβρίου 2012 με θέμα Λύσσα: Ενημέρωση, Πρόληψη, ΟΧΙ Πανικός.

Την εκδήλωση προλόγισε η Πρόεδρος της Ελληνικής Κτηνιατρικής Εταιρείας Δρ. Κατερίνα Λουκάκη ενώ οι κύριοι ομιλητές  ήταν οι παρακάτω:

Βασίλειος Κοντός, Καθηγητής Κτηνιατρικής Δημόσιας Υγείας, Τομέας Κτηνιατρικής Δημόσιας Υγείας, Εθνική Σχολή Δημόσια Υγείας.
Κωνσταντίνος Κυριάκης, Δρ. Ιολόγος, Τμήμα Κτηνιατρικής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Μέλος ΔΣ ΕΚΕ.
Χαράλαμπος Μπιλλίνης, Καθηγητής Ιολογίας- Ιογενών Νοσημάτων, Τμήμα Κτηνιατρικής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Σπυρίδων Ντουντουνάκης, Διευθυντής Τμήματος Ζωοανθρωπονόσων, Διεύθυνση Κτηνιατρικής Υγείας των Ζώων, Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Αθανάσιος Τσακρής, Καθηγητής Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αθηνά Τραχήλη, Πρόεδρος Πανελληνίου Κτηνιατρικού Συλλόγου.

Τα βασικά σημεία της συνέντευξης παρουσιάζονται σε σχετικό δελτίο τύπου που καλό είναι να το διαβάσουν όλοι:

Την Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012, το Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς για τη Λύσσα του Κτηνιατρικού Ινστιτούτου Αθηνών ανακοίνωσε πως ο ιός της Λύσσας απομονώθηκε από δείγμα εγκεφάλου αλεπούς στην περιοχή Παλαιοκάστρου του Νομού Κοζάνης. Πρόκειται για το πρώτο κρούσμα Λύσσας που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα από το 1987. Η επανεμφάνιση της Λύσσας στη χώρα μας έφερε στην επικαιρότητα τη σοβαρή αλλά και ξεχασμένη αυτή ζωοανθρωπονόσο (νόσος που μεταδίδεται από τα ζώα στον άνθρωπο).

Η Λύσσα αποτελεί σημαντικό πρόβλημα σε αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και σε μικρότερο βαθμό της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική καταγράφονται κρούσματα κυρίως σε ζώα και πολύ σπάνια σε ανθρώπους. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), περίπου 50.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από Λύσσα, κυρίως στην Ινδία και την Αφρική. Στην Ευρώπη, κάθε χρόνο καταγράφονται και επιβεβαιώνονται εργαστηριακά περίπου 6.000 κρούσματα σε ζώα (κυρίως άγρια σαρκοφάγα), ενώ 8 με 10 άνθρωποι πεθαίνουν από Λύσσα. Όλα τα περιστατικά που αναφέρονται σε ανθρώπους διαπιστώθηκαν σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Τέλος, περίπου 10 εκατομμύρια άνθρωποι κάνουν αντιλυσσική αγωγή μετά από την έκθεσή τους σε ζώο ύποπτο για λύσσα.

Η ιός της λύσσας ανιχνεύεται συχνότερα σε αλεπούδες, ρακούν, κουνάβια, νυχτερίδες και άγριους σκύλους που αποτελούν και δεξαμενές του ιού. Ο ιός μεταδίδεται από δήγμα ζώου, που απεκκρίνει τον ιό με το σάλιο του σε άλλο ζώο ή στον άνθρωπο. Πύλη εισόδου μπορεί να αποτελέσει και ένα εξωτερικό τραύμα που έρχεται σε επαφή με σάλιο ζώου το οποίο πάσχει από λύσσα. Τουλάχιστον το 90% των κρουσμάτων Λύσσας στον άνθρωπο οφείλεται σε δήγμα από λυσσασμένο οικόσιτο ή αδέσποτο ζώο συντροφιάς (σκύλο ή γάτα). Το πρόβλημα εντοπίζεται συχνότερα σε αδέσποτα ζώα και σε αγροτικές ή ημιαστικές περιοχές όπου τα οικόσιτα ζώα είναι πιθανότερο να έρθουν σε επαφή με άγρια σαρκοφάγα. Η μετάδοση του ιού από άνθρωπο σε άνθρωπο είναι εξαιρετικά σπάνια και πρακτικά δεν μας ενδιαφέρει.

Ο ιός της λύσσας προκαλεί μια λοίμωξη, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί είναι 100% θανατηφόρος μετά την έναρξη των κλινικών συμπτωμάτων. Αντίθετα, αν αντιμετωπιστεί εγκαίρως είναι 100% ιάσιμη εφόσον, μετά τη μετάδοση του ιού, ο ασθενής ξεκινήσει άμεσα αντιλυσσική αγωγή. Η αντιλυσσική αγωγή περιλαμβάνει εμβολιασμό σε τρεις δόσεις εντός ενός μήνα και κατά περίπτωση, τη χορήγηση αντιλυσσικού ορού. Σε ανθρώπους που έρχονται σε επαφή με άγρια ζώα σε περιοχές όπου η Λύσσα είναι συχνή, όπως κτηνιάτρους και κυνηγούς, συνίσταται προληπτικός εμβολιασμός.

Για την πρόληψη της Λύσσας στα οικόσιτα ζώα συντροφιάς (κυρίως σκύλους και γάτες), χρησιμοποιούνται εμβόλια τα οποία είναι διαθέσιμα στην αγορά και παρέχουν εξαιρετικά αποτελεσματική προστασία. Ο σωστός εμβολιασμός μπορεί να παρέχει σχεδόν απόλυτη προστασία στο ζώο αλλά, εμμέσως, και στον άνθρωπο. Για τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των εμβολιασμών είναι απαραίτητη η ανοσοποίηση όχι μόνο των οικόσιτων ζώων συντροφιάς, αλλά και των αδέσποτων ζώων που έχουν και μεγαλύτερες πιθανότητες να έρθουν σε επαφή με μολυσμένα άγρια ζώα. Ο εμβολιασμός των ζώων πρέπει να γίνεται αποκλειστικά από κτηνίατρο.

Στην Ευρώπη, αλλά και τη Βόρεια και Νότια Αμερική για την εκρίζωση ή τον έλεγχο  της Λύσσας στα άγρια ζώα χρησιμοποιούνται εμβόλια σε μορφή δολωμάτων. Ειδικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση η χρήση των παραπάνω εμβολίων έχει συμβάλει σημαντικά στον περιορισμό των κρουσμάτων Λύσσας στα άγρια ζώα.

Η Ελλάδα ήταν ελεύθερη Λύσσας από το 1987, μετά από την εφαρμογή συστηματικών εμβολιασμών κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Όμως, τα τελευταία χρόνια κρούσματα Λύσσας καταγράφονται σε όλες τις χώρες με τις οποίες συνορεύει η Ελλάδα. Ο ιός ενδημεί στην άγρια πανίδα στην Αλβανία, την ΠΓΔΜ, τη Βουλγαρία και την Τουρκία, ενώ καταγράφονται σποραδικά κρούσματα σε σκύλους και κυρίως σε γάτες σε όλα τα Βαλκάνια. Για το λόγο αυτό, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥπΑΑΤ) από τις αρχές του 2012 εφαρμόζει πρόγραμμα επιτήρησης της Λύσσας. Δείγματα συλλέγονται από άγρια σαρκοφάγα, αλλά και ύποπτα ζώα συντροφιάς και εξετάζονται στο Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς για τη Λύσσα του Κτηνιατρικού Ινστιτούτου Αθηνών. Από τα έως σήμερα δεδομένα η κατάσταση δε φαίνεται ιδιαιτέρως ανησυχητική, το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα επιτήρησης οδήγησε στην πρόσφατη καταγραφή περιστατικού Λύσσας στη χώρα μας και συγκεκριμένα σε αλεπού γεγονός που καθιστά αναγκαία την εντατικοποίηση του παραπάνω προγράμματος από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες του ΥπΑΑΤ. Μέτρα, όπως η επαγρύπνηση όλων των Υγειονομικών Υπηρεσιών και ο εμβολιασμός όλων των ζώων συντροφιάς  και  ιδιαίτερα των κυνηγετικών σκύλων  αλλά  και πιθανώς και των άγριων σαρκοφάγων στην διασυνοριακή ζώνη θα συμβάλλουν πρόληψη της μετάδοσης του ιού στα οικόσιτα ζώα και τον άνθρωπο.

Περιστατικά ύποπτα για Λύσσα πρέπει να αναφέρονται στις αρμόδιες υγειονομικές υπηρεσίες προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι κατάλληλες ενέργειες. Το προσβεβλημένο οικόσιτο ζώο μπορεί να αναγνωριστεί σχετικά εύκολα διότι αλλάζει συμπεριφορά καθώς αποφεύγει τον άνθρωπο, κρύβεται σε σκοτεινά μέρη, γαβγίζει χωρίς λόγο, ερεθίζεται εύκολα από το φως ή το θόρυβο, δεν έχει όρεξη για φαγητό ενώ παρουσιάζει αστάθεια και επιτίθεται συχνά χωρίς να υπάρχει λόγος. Η όψη του είναι σχετικά άγρια ενώ παρουσιάζει ασυνήθη σιελόρροια. Αν ένας άνθρωπος δαγκωθεί από σκύλο ή γάτα συνίσταται η σύλληψη του ζώου και η παρακολούθηση του για διάστημα τουλάχιστον 15 ημερών. Εάν το ζώο δεν εκδηλώσει νόσο δεν υπάρχει λόγος έναρξης αντιλυσσικής θεραπείας στον άνθρωπο. Ζώα που έχουν εμβολιαστεί κατά της Λύσσας έχουν ελάχιστες πιθανότητες να μεταδώσουν τον ιό.

Όπως και στην περίπτωση της γρίπης των πτηνών και των χοίρων πριν μερικά χρόνια, ο πανικός και η ημιμάθεια αποτελούν τους χειρότερους συμβούλους. Η επιστημονική κοινότητα και τα μέσα ενημέρωσης οφείλουν να ενημερώσουν σωστά το κοινό προκειμένου να μην παρατηρηθούν υπερβολικές αντιδράσεις. Έτσι και στην περίπτωση της Λύσσας, μόνο η γνώση και πρόληψη μπορούν να συμβάλουν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος χωρίς αχρείαστες υπερβολές και πανικό.

>Φωτογραφία συνέντευξης από http://hygeiagr.blogspot.gr/

Ακολουθήστε τη Σελίδα του Dogpark.gr στο Facebook , στο Instagram και στο Twitter για άμεση ενημέρωση για όλα μας τα άρθρα αλλά και για θέματα που δεν καλύπτουμε εδώ! 

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Please enter your comment!
Please enter your name here